Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΝΙΧΩΡΙ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ


Τ Νιχώρι εναι τ χωρι τς μάνας μου. κε πέρασα πολλ καλοκαίρια τν παιδικν μου χρόνων. φωτογραφία εναι τραβηγμένη π τν στρ τς Νεμούτας.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΠΑΚΑΤΣΕΛΟΥ



ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Βασιλείου Μπακατσέλου

Τόν Μάρτιον το 1970 πεφάσισα νά ξομολογηθ καί νά πάω νά κοινωνήσω καί ναζητοσα παππά, πνευματικό, ποιος νά εναι καλός, ξένος, νά μή μέ γνωρίζη οτε νά τόν γνωρίζω. λλα δυστυχς τέτοιον παππά δέν τυχε νά βρ.
Μιά μέρα τς Μεγάλης Τεσσαρακοστς του 1970, θυμμαι ταν μέρα Σάββατον το Λαζάρου, ρθε στό χωριό μας κάποιος γειτονικός παππς νά ξομολόγηση στό χωριό μας. Μο το πολύ γνωστός καί φίλος μου. φο καθήσαμε στό καφενεο το χωριο μας, καί πήραμε ναν καφέ, μο λέει παρουσία καί τν λλων χωριανν: «Βασίλη, πειδή σέ γνωρίζω τι εσαι καλός νθρωπος καί μπήκαμε σέ μεγάλη λικία καί δέν ξεύρουμε τί μας βρίσκει, καλόν εναι νά ξομολογηθς καί νά κοινωνήσης, νά εμαστε πλέον τοιμοι, διότι δέν γνωρίζομεν πότε ρχεται θάνατος».
γώ τότε σκέφθην πρός στιγμήν καί το παντ κε πα­ρουσία τν κε ερισκομένων χωρικν καί, το λέω: «κουσε πάτερ νά σο π: ξομολογομαι νώπιόν σου καί τν χωρια­νν μου. Μόνο να φόνο δέν χω κάνει. Δέν χω σκοτώσει ν­θρωπο. Τά λλά, λίγο - πολύ, τά χω κάνει». Καί επα ατά γιά νά ξεφύγω λεπτομέρειες καί μικροπράγματα πο δέν θελα νά μάθη παππς. Τότε μου λέγει παππς: «Ατή εναι κα­λύτερη ξομολόγηση. χι σέ μένα μονάχα ξομολογήθης, λλά καί στούς λλους νθρώπους. Κά μου λέγει: Γί ατά πο χεις κάνει χει μετανοήσει; Το λέγω: Βέβαια χω πολύ μετανοήσει. Τότε μου λέγει, δέν σέ μποδίζει τίποτε νά ρθης νά πμε ες τήν κκλησία νά σο διαβάσω τήν εχή, καί νά πς νά κοινωνήσης καί νά μή ξαναπέσης πάλι σέ μαρτία. Καί ατό γινε. Ε­πήγαμε στήν κκλησία καί φο μέ ρώτησε ν χω νά το π τίποτε λλο το πάντησα: χι. Μο διάβασε τήν εχή καί μο επε: εσαι λεύθερος νά πς νά κοινωνήσης. πό τότε νήστευα γιά νά πάω νά κοινωνήσω τήν Μεγάλη Πέμπτη.
Τή Μεγάλη Τετάρτη τό βράδυ, φο τό πρωί θελα νά πάω νά κοινωνήσω, προσευχήθην διά μετανοίας καί ζητοσα νά μέ συγχώρεση Θεός γιά σα εχα κάνει καί κλαψα πικρς.
πεσα στό κρεββάτι μου καί κοιμήθηκα καί βλέπω ες τόν πνο μου καί νέβαινα σέ ναν νήφορο. ταν βγήκα πά­νω πό ατή τήν νηφόρα, ταν να διασελάκι, εθεία δίπλα δεξιά ταν μία πλαγιά μεγάλη καί ταν λο χέρσα καλλιέργητα χωράφια, πο πό τό διασελάκι εθεία τά σχιζε νας μαξι­τός χωματόδρομος. Στίς ρχές το δρόμου ριστερά ταν νας θάμνος, σχίνος, μέσα το μιά γυναίκα γνωστή μου καί μο φω­νάζει: λα δ. Τς λέω: χι δέν ρχομαι. ταν θά γυρίσω θά ρθω. Καί προχωροσα τό δρόμο. Ατή ξακολουθοσε νά μο φωνάζη, γώ βάδιζα τό δρόμο περίπου να χιλιόμετρο, ­πού κε τελείωσε μαξιτός δρόμος, καρφώνοντας σέ μία με­γάλη δασοπλαγιά, που κε το να βατό δρομάκι πολύ στενό καί νέβαινε πρός τά πάνω τς δασοπλαγις. ρχισα καί νέ­βαινα τό βατό στενό δρομάκι, ν δίπλα μου σαν δένδρα μεγά­λα πο τά πλεκαν λίσβατα καί βάτα. ταν φθασα στό μέ­σον τς δασοπλαγιας, σβησε ατό τό δρομάκι καί σταμάτησα λιγάκι διαλογιζόμενος πούθε νά πάω καί τί νά κάνω. Τέλος ­ποφάσισα νά προχωρήσω πρός τά νω τό δεξιό μέρος τς δασο­πλαγις. προχώρησα μέ μεγάλη στεναχώρια καί μέ κόπους, διότι μέ μπόδιζαν καί μέ ξέσκιζαν τά λίσβατα καί τά βάτα. κατόρθωσα νά βγ στήν κορυφή τς δασοπλαγις καί στα­μάτησα πότομα φο μπροστά μου ντίκρυσα νά σταται να πελώριο, λευκό, λαμπρό νάκτορο καί ν θαύμαζα τήν λαμπρό­τητά το, κοίταξα πέραν το νακτόρου καί εδα τι ξαπλοται μία μεγάλη πεδιάδα που νά διακόσια μέτρα περίπου, σαν ραες λαμπρές βίλλες μέ μπαξέδες γύρω τους. το πραγματι­κός Παράδεισος. Κατά τό δεξιό μέρος το προαυλίου το νακτό­ρου κουσα νά παίζουν μικρά παιδιά. προχώρησα πρός τό μέ­ρος κενο καί εδα πολλά παιδιά, κοριτσάκια καί γοράκια, πό λικίας δυό τν μέχρι ξι νά παίζουν. σαν δέ λα καθαρά καί λαμπρά. Καί επα μόνος μου: θά πάω κε μέσα στά παιδιά μή τυχόν καί γνωρίσω δυό κοριτσάκια μου πού μου εχαν πεθά­νει μικρά. πγα, κοίταξα, δέν γνώρισα κανένα. Δυτικά το νακτόρου σαν παράγκες ξύλινες. προχώρησα πρός τίς παράγκες. Κάτω πό τίς παράγκες σαν πολλά καθίσματα ϊτό τά συνηθισμένα παγκάκια. Καί πάνω στό κάθε κάθισμα σαν κα­θισμένοι πέντε ς ξι νθρωποι βρωμεροί, μισοπεθαμένοι καί γυρμένοι νας στήν πλάτη το λλουνο. σαν πολλοί νδρες καί γυνακες πό λικία 17 τν καί νω. ν προχωροσα κατάλαβα τι ερισκόμουν στήν Κόλαση καί ρχισα νά κλαίω καί νά φωνάζω: Θεέ μου συχώρα μέ. Καί νά προχωρ καί νά δύρωμαι καί νά φωνάζω δυνατά ατά τά λόγια. φθασα ες τό κέντρον τς παράγκας πο ες τό μέσον καθόταν σέ μία πολυ­θρόνα μιά γυναίκα λικίας 55 ως 60 τν. σαν τά μαλλιά τς σίβα σπρόμαυρα. το πλή γυναίκα, καθαρή καί φοροσε σπρα. Καί γύρω τς σαν γεμάτο γυνακες κι νδρες καθι­σμένοι στά παγκάκια νας γυρμένος πάνω στόν λλον, μισοπε­θαμένοι καί βρωμεροί. ταν φθασα σέ δαύτη κλαίγοντας, πήγαινε, μο λέει, σ’ ατόν τόν νθρωπο κε κάτω, νά σέ πιτί­μηση στό μέτωπο. Ατός νθρωπος το στό κάτω μέρος δεξιά στό κρον τς παράγκας. το ρθιος καί το χονδροδεμένος, μορφος καί φοροσε ροχα δεσποτικά, χρώματος βυσσινοπορτοκαλί. Καί ν πήγαινα πρός ατόν κλαίγοντας καί φωνάζοντας νά μέ συγχώρεση θεός, μο λέγει ατός μέ γριο φος: ει στόν διάβολο βρέ μήν κλας, κάθησε χάμω. Καί κάθησα μπροστά το σ’ να παγκάκι πού σαν κι λλοι μισοπεθαμένοι κι κλαιγα. Μο λέγει: χεις λεπτά; χω κύριε το λέω καί πλωσα κι βγαλα τό πορτοφόλι μου πό τήν τσέπη το σακκακιο μου καί τό κρατοσα στά χέρια μου γιά νά το τό δώσω. λλά ατή τή στιγμή πού θελα νά το δώσω τά λεφτά φανερώθη καί δεύτερος νθρωπος δίπλα του καί δέν το τά δωσα. Κι μέσως ξύπνησα τρομαγμένος.
ν μεινα ξύπνιος περίπου δυό ρες καί διαλογιζόμουνα τά σα εδα, ποκοιμήθηκα πάλι. Βλέπω πάλι στόν πνο μου στήν ριστερή μεριά τς διας δασοπλαγις καί ες τό μέσον ατς μιά λάκκα πικλιν περίπου πενήντα στρέμματα χέρσος γρός καί το γεμάτη νθρώπους, γυνακες καί νδρες. σαν δέ λοι μελαγχολικοί, μέ λερά ροχα καί ξυπόλυτοι. γώ πγα κι στάθηκα ες τό μέσον τς λάκκας. μουνα δέ λλαγμένος. Φοροσα τά γιορτινά μου ροχα, λλά μουν ξυπόλυτος, κε πού στεκόμουν ρχεται νας πό ατούς τούς νθρώπους πού το σάν γύφτος καί μο λέγει: θέλεις κανέναν πό ατούς δ μέσα; Το λέγω: χι. Μέ πάτησε μέ τό πόδι το στό χτένι το ρι­στερο μου ποδιο. Καί κε πού μ’ πατησε φησε πάνω στό πόδι μου μουτζούρα. Στήν ριστερή παρυφή τς δασοπλαγις το να πελώριο νάκτορο καί εχε γύρω το μεγάλες ξύλινες ταρά­τσες. το δέ τό νάκτορο μουντό, πεπαλαιωμένο καθώς καί ο ταράτσες του. πάνω στίς ταράτσες ταν γεμάτο γυνακες καί νδρες. στεκόνταν ρθιοι καί σαν λοι μελαγχολικοί καί λεροφορεμενοι. Στό νατολικό μέρος το νακτόρου συνέχεια σαν παράγκες ξύλινες. ξεκίνησα κι πγα στήν πόρτα τς παράγ­κας γιά νά τήν νοίξω νά μπ μέσα. Πρίν νοίξω τήν πόρτα ερέθη στό δεξί μου χέρι να μαυρομάνικο μαχαίρι, πού εχε μή­κος περίπου σαράντα πόντους, το καινούργιο καί πολύ μυτερό. ταν πγα νά πιάσω τά ζεμπερέκι τς πόρτας νά τήν νοίξω, νοίγει πόρτα καί μο παρουσιάζεται πό μέσα νας νθρω­πος μετρίου ναστήματος, χοντροδεμένος, ξύριστος. Τά μαλλιά το πηγαίνανε πρός τά πάνω σάν το σκαντζόχοιρου τ’ γκά­θια. φοροσε να πουκάμισο μακρύ μέχρι τά γόνατά του κι να σώβρακο νοιχτό μέχρι τά στραγάλια τν ποδιν του. Τόσο τό πουκάμισο σο καί τό σώβρακο σαν πό σπρο δίμιτο πανί, σαν λερωμένα καί βρώμικα. ταν ξυπόλυτος καί τά πόδια το σαν σγαρτσιασμένα. μέσως μέ ρπαξε πό τό γιακά το σακκακιο μου καί μέ τράβηξε μέ μεγάλη δύναμη μέσα στό κελλί του. Καί μέσως μέ σπρώχνει πρός τά δεξιά του πού πρχε νας πλατύς διάδρομος καί λέγει σέ κάποιον λλον πού ταν δίπλα στό κελλί του: ΙΙάρτον καί χάλαστον. Τότε πετάχτηκε νας νθρωπος πού βαστοσε στό δεξί του χέρι να σπαθί γυρι­στό σάν τά παλιά το ππικο, το το δίου ναστήματος το πρώτου, φοροσε τά δια ροχα, λερά καί βρώμικα, μέ τή δια­φορά τι τά μαλλιά το πεφταν στούς μους του, στριφτά πλεξάνες. μέσως ψωσε τό σπαθί του μέ τό δεξί του χέρι γιά νά μέ χτυπήση. ν τ μεταξύ κε δίπλα μου ερέθη δ δελφός μου, Ντίνος καί μο λέγει μέ δυνατή φωνή: Δσε μου μένα τό μαχαίρι νά παλαίψω γώ μέ δατον. Το λέω: Φύγε. σύ δέν τόν φτάνεις νά τόν χτυπήσης, διότι τό χέρι σου εναι κοντό καί τό μαχαίρι κοντό, ν τό δικό μου χέρι εναι μακρύ. Τότε μονομά­χησα μέ ατόν τόν διαβολάνθρωπο. Μο φέρνει ατός τό σπαθί καί γρατσούνισε λίγο στό μέτωπο, φέρνω γώ τό μαχαίρι μου καί τόν κάρφωσα στό στθος καί τόν πέταξα τρία μέτρα μακρυά. Τόν ξάπλωσα νεκρόν. μέσως ξύπνησα πολύ τρομαγμέ­νος, σηκώθηκα πό τό κρεββάτι μου καί δέν ξανακοιμήθηκα μέχρι πού χτύπησε καμπάνα τς κκλησίας. πγα στήν κ­κλησία καί κοινώνησα μετά φόβου Θεο καί Πίστεως.


Βασίλειος Μπακατσέλος γεννήθηκε καί πέθανε στό Νιχώρι Γορτυνίας. Σημαντική προσωπικότητα στό χωριό του, διετέλεσε πί σειράν τν πρόεδρος τς κοινότητας.