Η ΑΛΗΣΜΟΝΑ, το νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου όπου αναπαύονται πολύ πρόγονοί μου....
ΝΕΟΧΩΡΙΟΝ Γορτυνίας
Τρίτη 23 Απριλίου 2013
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012
ΤΟ ΝΙΧΩΡΙ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ
Τὸ Νιχώρι εἶναι τὸ χωριὸ τῆς μάνας μου. Ἐκεῖ πέρασα πολλὰ καλοκαίρια τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Ἡ φωτογραφία εἶναι τραβηγμένη ἀπὸ τὸν Ἀστρὰ τῆς Νεμούτας.
Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012
ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΠΑΚΑΤΣΕΛΟΥ
ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Βασιλείου Μπακατσέλου
Τόν Μάρτιον τοῦ 1970 ἀπεφάσισα
νά ἐξομολογηθῶ καί νά πάω νά
κοινωνήσω καί ἀναζητοῦσα παππά, πνευματικό, ὁ
ὅποιος νά εἶναι καλός, ξένος, νά
μή μέ γνωρίζη οὔτε νά τόν γνωρίζω. Ἄλλα δυστυχῶς
τέτοιον παππά δέν ἔτυχε νά βρῶ.
Μιά μέρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς
του 1970, θυμᾶμαι ἦταν ἡμέρα Σάββατον τοῦ Λαζάρου, ἦρθε
στό χωριό μας κάποιος γειτονικός παππᾶς νά ἐξομολόγηση
στό χωριό μας. Μοῦ ἦτο πολύ γνωστός καί φίλος μου. Ἀφοῦ
καθήσαμε στό καφενεῖο τοῦ χωριοῦ μας, καί πήραμε ἕναν
καφέ, μοῦ λέει παρουσία καί τῶν ἄλλων
χωριανῶν: «Βασίλη, ἐπειδή σέ γνωρίζω ὅτι
εἶσαι καλός ἄνθρωπος καί ἐμπήκαμε
σέ μεγάλη ἡλικία καί δέν ξεύρουμε τί μας βρίσκει, καλόν εἶναι
νά ἐξομολογηθῆς καί νά κοινωνήσης,
νά εἴμαστε πλέον ἕτοιμοι, διότι δέν
γνωρίζομεν πότε ἔρχεται ὁ θάνατος».
Ἐγώ τότε ἐσκέφθην
πρός στιγμήν καί τοῦ ἀπαντῶ ἐκεῖ παρουσία τῶν ἐκεῖ
εὑρισκομένων χωρικῶν καί, τοῦ
λέω: «Ἄκουσε πάτερ νά σοῦ πῶ:
Ἐξομολογοῦμαι ἐνώπιόν
σου καί τῶν χωριανῶν μου. Μόνο ἕνα
φόνο δέν ἔχω κάνει. Δέν ἔχω σκοτώσει ἄνθρωπο.
Τά ἀλλά, λίγο - πολύ, τά ἔχω κάνει». Καί εἶπα
αὐτά γιά νά ξεφύγω λεπτομέρειες καί μικροπράγματα ὀποῦ
δέν ἤθελα νά μάθη ὁ παππᾶς.
Τότε μου λέγει ὁ παππᾶς: «Αὐτή
εἶναι ἤ καλύτερη ἐξομολόγηση. Ὄχι
σέ μένα μονάχα ἐξομολογήθης, ἀλλά καί στούς ἄλλους
ἀνθρώπους. Κά μου λέγει: Γί αὐτά ποῦ
ἔχεις κάνει ἔχει μετανοήσει; Τοῦ
λέγω: Βέβαια ἔχω πολύ μετανοήσει. Τότε μου λέγει, δέν σέ ἐμποδίζει
τίποτε νά ἔρθης νά πᾶμε εἰς
τήν ἐκκλησία νά σοῦ διαβάσω τήν εὐχή,
καί νά πᾶς νά κοινωνήσης καί νά μή ξαναπέσης πάλι σέ ἁμαρτία.
Καί αὐτό ἔγινε. Επήγαμε στήν ἐκκλησία καί ἀφοῦ
μέ ἐρώτησε ἄν ἔχω
νά τοῦ πῶ τίποτε ἄλλο τοῦ
ἀπάντησα: Ὄχι. Μοῦ
ἐδιάβασε τήν εὐχή καί μοῦ
εἶπε: εἶσαι ἐλεύθερος
νά πᾶς νά κοινωνήσης. Ἀπό τότε ἐνήστευα
γιά νά πάω νά κοινωνήσω τήν Μεγάλη Πέμπτη.
Τή Μεγάλη Τετάρτη τό βράδυ, ἀφοῦ
τό πρωί ἤθελα νά πάω νά κοινωνήσω, ἐπροσευχήθην διά
μετανοίας καί ἐζητοῦσα νά μέ συγχώρεση ὁ Θεός γιά ὅσα
εἶχα κάνει καί ἔκλαψα πικρῶς.
Ἔπεσα στό κρεββάτι μου
καί ἐκοιμήθηκα καί βλέπω εἰς τόν ὕπνο
μου καί ἀνέβαινα σέ ἕναν ἀνήφορο.
Ὅταν ἐβγήκα ἐπάνω ἀπό
αὐτή τήν ἀνηφόρα, ἦταν
ἕνα διασελάκι, εὐθεία δίπλα δεξιά ἦταν
μία πλαγιά μεγάλη καί ἦταν ὅλο χέρσα ἀκαλλιέργητα χωράφια, ὀποῦ
ἀπό τό διασελάκι εὐθεία τά ἔσχιζε
ἕνας ἁμαξιτός χωματόδρομος. Στίς ἀρχές τοῦ
δρόμου ἀριστερά ἦταν ἕνας
θάμνος, σχίνος, μέσα ἦτο μιά γυναίκα γνωστή μου καί μοῦ
φωνάζει: Ἔλα δῶ. Τῆς λέω: Ὄχι δέν ἔρχομαι.
Ὅταν θά γυρίσω θά ἔρθω. Καί ἐπροχωροῦσα
τό δρόμο. Αὐτή ἐξακολουθοῦσε νά μοῦ
φωνάζη, ἐγώ ἐβάδιζα τό δρόμο περίπου ἕνα χιλιόμετρο, ὀπού
ἐκεῖ ἐτελείωσε ὁ ἁμαξιτός
δρόμος, καρφώνοντας σέ μία μεγάλη δασοπλαγιά, ὅπου ἐκεῖ
ἦτο ἕνα βατό δρομάκι πολύ στενό καί ἀνέβαινε
πρός τά πάνω τῆς δασοπλαγιᾶς. Ἄρχισα
καί ἀνέβαινα τό βατό στενό δρομάκι, ἐνῶ
δίπλα μου ἤσαν δένδρα μεγάλα ὀποῦ
τά ἔπλεκαν ἀλίσβατα καί βάτα. Ὅταν
ἔφθασα στό μέσον τῆς δασοπλαγιας, ἔσβησε
αὐτό τό δρομάκι καί ἐσταμάτησα λιγάκι
διαλογιζόμενος πούθε νά πάω καί τί νά κάνω. Τέλος ἀποφάσισα
νά προχωρήσω πρός τά ἄνω τό δεξιό μέρος τῆς δασοπλαγιᾶς.
Ἐπροχώρησα μέ μεγάλη στεναχώρια καί μέ κόπους, διότι μέ ἐμπόδιζαν
καί μέ ξέσκιζαν τά ἀλίσβατα καί τά βάτα. Ἐκατόρθωσα νά βγῶ
στήν κορυφή τῆς δασοπλαγιᾶς καί ἐσταμάτησα
ἀπότομα ἀφοῦ
μπροστά μου ἀντίκρυσα νά ἵσταται ἕνα
πελώριο, λευκό, λαμπρό ἀνάκτορο καί ἐνῶ
ἐθαύμαζα τήν λαμπρότητά τοῦ, ἐκοίταξα
πέραν τοῦ ἀνακτόρου καί εἶδα ὅτι
ἐξαπλοῦται μία μεγάλη πεδιάδα
ὅπου ἀνά διακόσια μέτρα περίπου, ἤσαν ὡραῖες
λαμπρές βίλλες μέ μπαξέδες γύρω τους. Ἦτο πραγματικός
Παράδεισος. Κατά τό δεξιό μέρος τοῦ προαυλίου τοῦ
ἀνακτόρου ἄκουσα νά παίζουν μικρά
παιδιά. Ἐπροχώρησα πρός τό μέρος ἐκεῖνο
καί εἶδα πολλά παιδιά, κοριτσάκια καί ἀγοράκια,
ἀπό ἡλικίας δυό ἐτῶν
μέχρι ἕξι νά παίζουν. Ἤσαν δέ ὅλα
καθαρά καί λαμπρά. Καί εἶπα μόνος μου: θά πάω ἐκεῖ
μέσα στά παιδιά μή τυχόν καί γνωρίσω δυό κοριτσάκια μου πού μου εἶχαν
πεθάνει μικρά. Ἐπῆγα, ἐκοίταξα, δέν ἐγνώρισα κανένα. Δυτικά
τοῦ ἀνακτόρου ἤσαν παράγκες ξύλινες. Ἐπροχώρησα
πρός τίς παράγκες. Κάτω ἀπό τίς παράγκες ἤσαν πολλά καθίσματα ἀϊτό
τά συνηθισμένα παγκάκια. Καί πάνω στό κάθε κάθισμα ἤσαν
καθισμένοι πέντε ὡς ἕξι ἄνθρωποι βρωμεροί, μισοπεθαμένοι καί γυρμένοι ὁ
ἕνας στήν πλάτη τοῦ ἀλλουνοῦ.
Ἤσαν πολλοί ἄνδρες καί γυναῖκες
ἀπό ἡλικία 17 ἐτῶν
καί ἄνω. Ἐνῶ ἐπροχωροῦσα ἐκατάλαβα
ὅτι εὑρισκόμουν στήν Κόλαση καί ἄρχισα νά κλαίω καί νά
φωνάζω: Θεέ μου συχώρα μέ. Καί νά προχωρῶ καί νά ὀδύρωμαι
καί νά φωνάζω δυνατά αὐτά τά λόγια. Ἔφθασα εἰς
τό κέντρον τῆς παράγκας ὀποῦ
εἰς τό μέσον καθόταν σέ μία πολυθρόνα μιά γυναίκα ἡλικίας
55 ἕως 60 ἐτῶν.
Ἤσαν τά μαλλιά τῆς σίβα ἀσπρόμαυρα.
Ἦτο ἁπλή γυναίκα, καθαρή καί φοροῦσε ἄσπρα.
Καί γύρω τῆς ἤσαν γεμάτο γυναῖκες κι ἄνδρες
καθισμένοι στά παγκάκια ἕνας γυρμένος ἐπάνω στόν ἄλλον,
μισοπεθαμένοι καί βρωμεροί. Ὅταν ἔφθασα
σέ δαύτη κλαίγοντας, πήγαινε, μοῦ λέει, σ’ αὐτόν
τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ
κάτω, νά σέ ἐπιτίμηση στό μέτωπο. Αὐτός ὁ
ἄνθρωπος ἦτο στό κάτω μέρος
δεξιά στό ἄκρον τῆς παράγκας. Ἦτο
ὄρθιος καί ἦτο χονδροδεμένος, ὄμορφος
καί φοροῦσε ροῦχα δεσποτικά, χρώματος
βυσσινοπορτοκαλί. Καί ἐνῶ ἐπήγαινα πρός αὐτόν κλαίγοντας καί
φωνάζοντας νά μέ συγχώρεση ὅ θεός, μοῦ
λέγει αὐτός μέ ἄγριο ὕφος:
Ἄει στόν διάβολο βρέ μήν κλαῖς, κάθησε χάμω. Καί
κάθησα μπροστά τοῦ σ’ ἕνα παγκάκι πού ἤσαν κι ἄλλοι
μισοπεθαμένοι κι ἔκλαιγα. Μοῦ λέγει: Ἔχεις
λεπτά; Ἔχω κύριε τοῦ λέω καί ἅπλωσα
κι ἔβγαλα τό πορτοφόλι μου ἀπό τήν τσέπη τοῦ
σακκακιοῦ μου καί τό κρατοῦσα στά χέρια μου γιά
νά τοῦ τό δώσω. Ἀλλά αὐτή
τή στιγμή πού ἤθελα νά τοῦ δώσω τά λεφτά ἐφανερώθη
καί δεύτερος ἄνθρωπος δίπλα του καί δέν τοῦ τά ἔδωσα.
Κι ἀμέσως ἐξύπνησα τρομαγμένος.
Ἐνῶ
ἔμεινα ξύπνιος περίπου δυό ὧρες καί διαλογιζόμουνα
τά ὅσα εἶδα, ἀποκοιμήθηκα πάλι. Βλέπω πάλι στόν ὕπνο
μου στήν ἀριστερή μεριά τῆς ἴδιας
δασοπλαγιᾶς καί εἰς τό μέσον αὐτῆς
μιά λάκκα ἐπικλινῆ περίπου πενήντα
στρέμματα χέρσος ἀγρός καί ἦτο γεμάτη ἀνθρώπους,
γυναῖκες καί ἄνδρες. Ἤσαν
δέ ὅλοι μελαγχολικοί, μέ λερά ροῦχα καί ξυπόλυτοι. Ἐγώ
ἐπῆγα κι ἐστάθηκα εἰς
τό μέσον τῆς λάκκας. Ἤμουνα δέ ἀλλαγμένος.
Φοροῦσα τά γιορτινά μου ροῦχα, ἀλλά
ἤμουν ξυπόλυτος, Ἐκεῖ
πού ἐστεκόμουν ἔρχεται ἕνας
ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού ἦτο
σάν γύφτος καί μοῦ λέγει: θέλεις κανέναν ἀπό αὐτούς
ἐδῶ μέσα; Τοῦ λέγω: Ὄχι.
Μέ ἐπάτησε μέ τό πόδι τοῦ στό χτένι τοῦ
ἀριστεροῦ μου ποδιοῦ.
Καί ἐκεῖ πού μ’ ἔπατησε ἄφησε
ἐπάνω στό πόδι μου μουτζούρα. Στήν ἀριστερή
παρυφή τῆς δασοπλαγιᾶς ἦτο
ἕνα πελώριο ἀνάκτορο καί εἶχε
γύρω τοῦ μεγάλες ξύλινες ταράτσες. Ἦτο δέ τό ἀνάκτορο
μουντό, πεπαλαιωμένο καθώς καί οἱ ταράτσες του. Ἐπάνω
στίς ταράτσες ἦταν γεμάτο γυναῖκες καί ἄνδρες.
Ἐστεκόνταν ὄρθιοι καί ἤσαν
ὅλοι μελαγχολικοί καί λεροφορεμενοι. Στό ἀνατολικό
μέρος τοῦ ἀνακτόρου συνέχεια ἤσαν παράγκες ξύλινες. Ἐξεκίνησα
κι ἐπῆγα στήν πόρτα τῆς παράγκας γιά νά τήν
ἀνοίξω νά μπῶ μέσα. Πρίν ἀνοίξω
τήν πόρτα εὑρέθη στό δεξί μου χέρι ἕνα μαυρομάνικο
μαχαίρι, πού εἶχε μήκος περίπου σαράντα πόντους, ἦτο
καινούργιο καί πολύ μυτερό. Ὅταν πῆγα
νά πιάσω τά ζεμπερέκι τῆς πόρτας νά τήν ἀνοίξω, ἀνοίγει
ἤ πόρτα καί μοῦ παρουσιάζεται ἀπό
μέσα ἕνας ἄνθρωπος μετρίου ἀναστήματος,
χοντροδεμένος, ἀξύριστος. Τά μαλλιά τοῦ ἐπηγαίνανε
πρός τά πάνω σάν τοῦ σκαντζόχοιρου τ’ ἀγκάθια. Ἐφοροῦσε
ἕνα πουκάμισο μακρύ μέχρι τά γόνατά του κι ἕνα
σώβρακο ἀνοιχτό μέχρι τά στραγάλια τῶν ποδιῶν
του. Τόσο τό πουκάμισο ὅσο καί τό σώβρακο ἤσαν ἀπό
ἄσπρο δίμιτο πανί, ἤσαν λερωμένα καί
βρώμικα. Ἦταν ξυπόλυτος καί τά πόδια τοῦ
ἤσαν σγαρτσιασμένα. Ἀμέσως μέ ἅρπαξε
ἀπό τό γιακά τοῦ σακκακιοῦ
μου καί μέ τράβηξε μέ μεγάλη δύναμη μέσα στό κελλί του. Καί ἀμέσως
μέ σπρώχνει πρός τά δεξιά του πού ὑπῆρχε
ἕνας πλατύς διάδρομος καί λέγει σέ κάποιον ἄλλον
πού ἦταν δίπλα στό κελλί του: ΙΙάρτον καί χάλαστον. Τότε
πετάχτηκε ἕνας ἄνθρωπος πού βαστοῦσε στό δεξί του χέρι ἕνα
σπαθί γυριστό σάν τά παλιά τοῦ ἱππικοῦ,
ἦτο τοῦ ἰδίου
ἀναστήματος τοῦ πρώτου, ἐφοροῦσε
τά ἴδια ροῦχα, λερά καί βρώμικα,
μέ τή διαφορά ὅτι τά μαλλιά τοῦ ἔπεφταν
στούς ὤμους του, στριφτά πλεξάνες. Ἀμέσως ὕψωσε
τό σπαθί του μέ τό δεξί του χέρι γιά νά μέ χτυπήση. Ἐν
τῷ μεταξύ ἐκεῖ
δίπλα μου εὑρέθη δ ἀδελφός μου, ὁ
Ντίνος καί μοῦ λέγει μέ δυνατή φωνή: Δῶσε μου ἐμένα
τό μαχαίρι νά παλαίψω ἐγώ μέ δαῦτον. Τοῦ
λέω: Φύγε. Ἐσύ δέν τόν φτάνεις νά τόν χτυπήσης, διότι τό χέρι σου εἶναι
κοντό καί τό μαχαίρι κοντό, ἐνῶ
τό δικό μου χέρι εἶναι μακρύ. Τότε μονομάχησα μέ αὐτόν
τόν διαβολάνθρωπο. Μοῦ φέρνει αὐτός τό σπαθί καί
γρατσούνισε λίγο στό μέτωπο, φέρνω ἐγώ τό μαχαίρι μου καί
τόν ἐκάρφωσα στό στῆθος καί τόν πέταξα
τρία μέτρα μακρυά. Τόν ἐξάπλωσα νεκρόν. Ἀμέσως ἐξύπνησα
πολύ τρομαγμένος, ἐσηκώθηκα ἀπό τό κρεββάτι μου καί
δέν ξανακοιμήθηκα μέχρι πού χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς
ἐκκλησίας. Ἐπῆγα
στήν ἐκκλησία καί ἐκοινώνησα μετά φόβου
Θεοῦ καί Πίστεως.
Ὁ
Βασίλειος Μπακατσέλος γεννήθηκε καί πέθανε στό Νιχώρι Γορτυνίας. Σημαντική
προσωπικότητα στό χωριό του, διετέλεσε ἐπί
σειράν ἐτῶν πρόεδρος τῆς κοινότητας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)